- πολύδροσον
- πολύδροσοςvery dewymasc/fem acc sgπολύδροσοςvery dewyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύδροσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ.), στην πρώην επαρχία Παρνασσίδας, του νομού Φωκίδας, στην περιοχή όπου βρίσκεται κι άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Άνω Πολύδροσος (υψόμ. 770 μ.). * * * η, ο / πολύδροσος, ον, ΝΜΑ πολύ δροσερός («ῥαῖνε λάγυνε… … Dictionary of Greek